- ἀλλογλώσσους
- ἀλλόγλωσσοςusing a strange tonguemasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διερμηνέας — ο 1. αυτός που εξηγεί, μεταδίδει λόγο ή διάθεση κάποιου με ακρίβεια («διερμηνέας τής κοινής γνώμης») 2. αυτός που βοηθά αλλόγλωσσους να συνεννοηθούν μεταφράζοντας όσα λέει ο ένας στη γλώσσα τού άλλου 3. γεν. μεσάζοντας, μεσολαβητής 4. «μέγας… … Dictionary of Greek
αλλόγλωσσος — η, ο αυτός που μιλά άλλη, δηλ. ξένη, γλώσσα, ο ξενόγλωσσος: Το καλοκαίρι συναντά κανείς στη χώρα μας πολλούς αλλόγλωσσους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διερμηνέας — ο, η ο γλωσσομαθής που βοηθάει δυο αλλόγλωσσους να κατανοήσουν ο ένας τον άλλο, ο δραγουμάνος: Στις διεθνείς συσκέψεις υπάρχουν πάντα διερμηνείς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)